- κήρυκι
- κῆρυξheraldmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κήρυκι — Κήρυξ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξηγώ — και ξηγώ, άω (AM ἐξηγῶ, έω, Α και ἐξηγοῡμαι, έομαι) 1. ερμηνεύω, διασαφώ («τούτων οἱ πολλοὶ ἐξηγούμενοι τὸν ποιητήν», Πλάτ.) 2. μεταφράζω νεοελλ. 1. εκθέτω τα αίτια ενός γεγονότος ή φαινομένου («ἐξηγῶ τὴν ἔκλειψη τοῡ Ηλίου») 2. μέσ. δίνω… … Dictionary of Greek
κήρυξη — η (ΑΜ κήρυξις) [κηρύσσω] η ανακοίνωση με κήρυκα, δημόσια γνωστοποίηση («ἠγωνίσατο... κήρυκι πρὸς πάντα τὰ κηρύξεως δεόμενα», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. φρ. «κήρυξη πολέμου» επίσημη ανακοίνωση ενός κράτους σε άλλο για έναρξη πολέμου εναντίον του μσν. αρχ … Dictionary of Greek
υποκηρύσσω — και αττ. τ. ὑποκηρύττω Α [κηρύσσω] 1. διακηρύσσω, αναγγέλλω με κήρυκα («ὑπεκήρυξε τὸ ὑπὸ τῷ κήρυκι τῷ δημοσίῳ στῆναι καὶ ποιῆσαί τι διὰ τοῡ κήρυκος φανερῶς», Ανέκδοτα Βεκκήρου) 2. μέσ. ὑποκηρύσσομαι εκθέτω κάτι σε δημοπρασία με κήρυκα… … Dictionary of Greek
Κήρυκ' — Κήρυκα , Κήρυξ masc acc sg Κήρυκι , Κήρυξ masc dat sg Κήρυκε , Κήρυξ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήρυκ' — κήρυκα , κῆρυξ herald masc acc sg κήρυκι , κῆρυξ herald masc dat sg κήρυκε , κῆρυξ herald masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κήρυχ' — Κήρυκα , Κήρυξ masc acc sg Κήρυκι , Κήρυξ masc dat sg Κήρυκε , Κήρυξ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήρυχ' — κήρυκα , κῆρυξ herald masc acc sg κήρυκι , κῆρυξ herald masc dat sg κήρυκε , κῆρυξ herald masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)